- καλλωπίσματα
- καλλώπισμαornamentneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ORNAMENTUM est — quod corporis ornandi et venustatis gratiâ paratur, l. argum. §. Ornam. cum §. seq. et leg. Ornamentor. 37. ff. de aur. et arg. mund. Differt a Veste, quia haec necessitatis ac utilitatis causâ habetur et in victu est l. victus ff. de verb.… … Hofmann J. Lexicon universale
καλλώπισμα — το (AM καλλώπισμα) [καλλωπίζω] το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει μσν. αρχ. το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος αρχ. 1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ… … Dictionary of Greek
κούμπωμα — το (Α κόμβωμα) νεοελλ. η σύνδεση, η προσαρμογή κουμπιού στην κουμπότρυπα αρχ. 1. (κατά τον Ησύχ.) στόλισμα 2. (κατά το λεξ. Σούδα) στον πληθ. τὰ κομβώματα καλλωπίσματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κούμπωμα < κουμπώνω, ενώ ο τ. κόμβωμα < κομβῶ] … Dictionary of Greek